«Σε μια εποχή όπου η ύλη απειλεί να καταπνίξει το πνεύμα, η ποίηση είναι η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου, η επιστροφή στην αθωότητα, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, είναι ίσως το τελευταίο μας καταφύγιο, απ’ όπου μπορούμε ακόμα κάτι να ελπίζουμε».
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ
Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης, δεν θα ήταν άδικο να χαρακτηρισθεί ο «έσχατος» τη ένδοξης ποιητικής γενιάς της σχολής της Θεσσαλονίκης. Η λογοτεχνική αυτή σχολή της «νύμφης του Θερμαϊκού» τα τελευταία 30 χρόνια, παρουσίασε όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και στα άλλα είδη του έντεχνου λόγου, αναστήματα ισοϋψή με αυτά της πρωτεύουσας.
Οι ρίζες της ανάγονται στον Βυζαντινό μυστικισμό, από τον οποίον επηρεάζονται οι πρώτοι λογοτέχνες της κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης των τελευταίων δεκαετιών της Τουρκοκρατίας.
Η ενσωμάτωση της συμπρωτεύουσας στο ελληνικό κράτος δεν την ξεκόβει από το παρελθόν της, αντίθετα, την ζωντανεύει πνευματικά δίνοντάς της την λογοτεχνική της ταυτότητα. Τα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες» έκδοση 1932-39, το μεταπολεμικό «Κοχλίας», πρωτοποριακές εκδόσεις που συνδέουν την νεοελληνική λογοτεχνία με τα ρεύματα της κεντρικής ή και βόρειας Ευρώπης, γεννούν ασταμάτητα σαν το Ποιητή Βαφόπουλο, τον Ξεφλούδα, τον Πεντζίκη, την ποιήτρια Καρέλλη, τον ποιητή Γ. Θέμελη που αφομοιώνουν τα ρεύματα του «εσωτερικού μονολόγου», το πνεύμα του Μαλλαρμέ, του Χαίλντερλιν καθώς και τους Προυστ και Τ. Τζόυς. Η επικοινωνία τους με τον Αλεξανδρινό Καβάφη και με τους μεσοβυζαντινούς μυστικούς ποιητές είναι συχνή στις στήλες των περιοδικών της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης.
Ο γεωγραφικός και λογοτεχνικός αυτός χώρος ανδρώνει έναν ποιητή του καιρού μας, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, ισάξιο των μεγάλων ποιητών της πρωτεύουσας. Είναι αλήθεια ότι η κριτική τον παραγκώνισε κάπως, όπως και ο ίδιος δεν επεδίωξε την προβολή που του άξιζε.
Η ποίησή του τον «γνώρισε» στον κόσμο το 1941 σε χαλεπούς καιρούς και οι στίχοι του δεν ήταν δυνατόν να μην πάλλονται από το πάθος της ελευθερίας. Καρπός των αναζητήσεων της σκληρής εκείνης περιόδου είναι η πρώτη ποιητική του συλλογή «Φύλλα Ύπνου», το 1949.
Εδώ ο ποιητής, όπως γράφει ο Π. Σπανδωνίδης, εισδύει σε μια άγνωστη χώρα, και από εκεί εκπέμπει σήματα, εικόνες και μύθους.
Οι εμφύλιες συγκρούσεις αυτής της περιόδου δεν αφήνουν ασυγκίνητο τον ποιητή. Έξω από κάθε είδους κομματική στράτευση μιλά με τόνο λυρικό στο ποίημά του «Επιτάφιος», 1951, για την τραγωδία, τον θάνατο που κυριαρχεί στη χώρα, δίνοντας όμως με τους στίχους του μια ελπίδα για την αυριανή ημέρα. Η συλλογή του «Ξύλινο άλογο», 1955, βυθίζει τον ποιητή στα χρόνια της παιδικής αθωότητας, της αγνής και ανέμελης ζωής τότε που πίστευε στην «αγαθότητα του χιονιού» στην «φωτιά του χειμώνα». Αξίζει να επιμένουμε στο ποίημά του «Ανθισμένο Πάσχα» της συλλογής «Αλφαβητάριο» αφιερωμένο στον Ν.Γ. Πεντζίκη, γραμμένο την ίδια χρονιά. Δεν είναι άδικο να συγκριθεί με την Ημέρα της Λαμπρής» του Δ. Σολωμού ή την «Λαμπρή» του Κ. Παλαμά. Εμπνευσμένο από την Ανάσταση του Χριστού, αληθινό στολίδι στην ποίηση του Βαρβιτσιώτη.
Ώριμος ποιητικά το 1959, με τους στίχους της «Γέννησης των Πηγών» αναζητεί τις ρίζες της παράδοσης, αναζητεί το Θεό. Τώρα για τον ποιητή «Η απόστασή μου από τον ουρανό μικραίνει» δεν είναι να γράφει πολλές φορές λυρικούς περιγραφικούς στίχους αλλά να αναζητά την ουσία και το βάθος της ύπαρξης.
Οι στίχοι του «Η μεταμόρφωση» το 1971, είναι ένας θρήνος του ποιητή για το θάνατο της μητέρας του• τώρα ο ποιητής εξοικειώνεται με τον θάνατο.
Ποια ψυχή αδιάφορη πνευματικά στην σημερινή καταναλωτική εποχή μας δεν θα λυγίσει διαβάζοντας τους γεμάτους λυρισμό και ταπείνωση στίχους του στον «Ταπεινό Αίνο προς την παρθένο Μαρία»; Δεν είναι μονάχα το βραβείο ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών το 1977 που κατατάσσει τον Τ. Βαρβιτσιώτη στην πλειάδα των μεγάλων ποιητών της εποχής μας. Τώρα δένεται ποιητικά η ορθόδοξη λατρευτική ποίηση με την σύγχρονη Ευρωπαϊκή ποίηση του Μαλλαρμέ, Βαλερύ, Ρίλκε και άλλων συμβολιστών ποιητών.
Αστείρευτη η γλώσσα του Τ. Βαρβιτσιώτη, ανανεώνεται ποιητικά με την «Άννα της απουσίας» 1979, το «Καλειδοσκόπιο», την «Ατραπό» το 1984 και την «Βλάστηση των ορυκτών», 1985, «Φαέθων» 1992, «Θαυμαστή αλιεία» 1992.
Στις τελευταίες δύο ποιητικές του συλλογές που εκυκλοφόρησαν το 2006 «Μετατροπίες» και «Οι δρόμοι του Ουρανού» είναι έντονα επηρεασμένος από βαθιά πίστη και εκφράζει μια αγωνία θανάτου. Αναγνωρίζεται διεθνώς το 1992 με το βραβείο ποίησης Fernando Riedo για το έργο του «Η θαυμαστή Αλιεία», ποίημα όπως τονίζει η επιτροπή βράβευσης «γεμάτη δύναμη, πάθος, ευσυνειδησία, τρυφερότητα, αθωότητα, φως και σιωπή».
Ο ποιητής της Θεσσαλονίκης δεν διακονεί ακατάπαυστα την ποίηση, αλλά δούλεψε έξοχα και μεταφράσεις μεγάλων ποιητών του αιώνα μας όπως του Μαλλαρμέ, του Λόρκα και του Χιλιανού Νερούντα, καθώς και δοκίμια για την ποίηση του Γ. Σαραντάρη που τόσο πολύ τον θαύμασε, και για τον χαμένο πρόωρα και άδικα Ισπανό βάρδο Λόρκα.
Ταιριάζει στο ήθος του Τ.Β. να κλείσουμε με ένα απόσπασμά του για την ποίηση στο περιοδικό «Νέα πορεία» της Θεσσαλονίκης: «Σε μια εποχή όπου η ύλη απειλεί να καταπνίξει το πνεύμα, η ποίηση είναι η νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου, η επιστροφή στην αθωότητα, στον παράδεισο της παιδικής ηλικίας, είναι ίσως το τελευταίο μας καταφύγιο, απ’ όπου μπορούμε ακόμα κάτι να ελπίζουμε».
Λουκάς Θεοχαρόπουλος critique.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου