Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Ενα δυσοίωνο όραμα

              Κώστας Βάρναλης
          Από τις εκδόσεις Κέδρος
         Φιλολογική επιμέλεια Βασίλης Αλεξίου


     επιμέλεια έκδοσης: Αικατερίνη Μακρυνικόλα


Τα διηγήματα του Κώστα Βάρναλη «Ο λαός των Μουνούχων», «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Οι Φυλακές» δημοσιεύτηκαν, υπό τον κοινό τίτλο «Ο λαός των Μουνούχων», το 1923, έναν μόλις χρόνο μετά την ποιητική του σύνθεση «Το φως που καίει», η οποία είχε προλάβει να τον μεταφέρει στην πρώτη γραμμή του λογοτεχνικού προσκηνίου. Το 1956 ο Βάρναλης περιέλαβε, με κάποιες μικρές αλλαγές, την «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και τις «Φυλακές» στον τόμο «Πεζός λόγος» κι έκτοτε τα κείμενα της πρώτης...

 
 πεζογραφικής του εμφάνισης παρέμειναν στην αφάνεια, για να επανεκδοθούν τώρα και τα τρία από τον Κέδρο, σε φιλολογική επιμέλεια Βασίλη Αλεξίου και εκδοτική επιμέλεια Αικατερίνης Μακρυνικόλα.


Το πνεύμα της επαναστατικής στράτευσης


Ενενήντα σχεδόν χρόνια μετά την αρχική έκδοση των διηγημάτων του «Λαού των Μουνούχων», το ερώτημα που ανακύπτει αμέσως με την κυκλοφορία τού ανά χείρας τόμου είναι αυτονόητο: Ποια μπορεί να είναι η σημερινή τους σημασία και πώς ανταποκρίνονται στο σύγχρονο αναγνωστικό αισθητήριο; Είναι δυνατόν να επικοινωνήσουμε με κάποιον τρόπο μαζί τους και να αναγνωρίσουμε κάτι από την εποχή μας στο περιεχόμενό τους ή η αξία τους ανιχνεύεται μόνο σε ιστορικό επίπεδο; Θα απαντήσω κάπως λοξά στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος, λέγοντας πως ήδη από τον καιρό τους τα κείμενα του «Λαού των Μουνούχων» δυσκολεύτηκαν να γνωρίσουν την υποδοχή που γνώρισε το «Φως που καίει». Κι αυτό, όχι λόγω τόσο της βαριάς ιδεολογικής αρματωσιάς τους (όπως εύστοχα παρατηρεί στο σημείωμά του ο Αλεξίου, τα τρία διηγήματα αποτελούν την πρώτη απόλυτα συνειδητή προσπάθεια για μια «στρατευμένη πολιτική γραφή στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας»), η οποία χαρακτηρίζει και το «Φως που καίει», όσο, κυρίως, εξαιτίας κάποιων προβληματικών τεχνικών χαρακτηριστικών τους.




Οπως προκύπτει από το λίαν διαφωτιστικό κριτικό ανθολόγιο, το οποίο συνοδεύει την έκδοση του «Κέδρου» με κριτικές προσεγγίσεις δημοσιευμένες μεταξύ 1923 και 1986, τόσο κατά τη δεκαετία του '20 όσο και κατά τις επόμενες δεκαετίες τα κομμάτια του «Λαού των Μουνούχων» ελέγχονται, πέρα από αντιρρήσεις σχετικές με το υπέρβαρο των ιδεών τους, για θεματική εξάρτηση από τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Φλομπέρ, που περιορίζει τη συγγραφική ευρηματικότητα, για εγγενή απαισιοδοξία, που έρχεται σε σύγκρουση (ιδεολογική και αφηγηματολογική) με το πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης, αλλά και για σημάδια πρωτολείου και σχηματικότητας, τα οποία σε συνδυασμό μ' έναν έντονο εγκεφαλισμό εμποδίζουν σοβαρά την οποιαδήποτε ολοκλήρωση.




Προσπαθώντας από τη μεριά του να εξηγήσει την κατάσταση ο Αλεξίου αντιτείνει, ως ιστορικού τύπου παρατήρηση, πως η στράτευση του Βάρναλη, συνταιριασμένη με την παρωδιακή του διάθεση (η παρωδία ως εξάρθρωση παραδεδομένων λογοτεχνικών ειδών, αλλά και ως κωμωδία ή σάτιρα), προδίδουν ένα σημαντικό (έστω και σισύφειο) έργο, το οποίο διαφοροποιείται ριζικά με την πολιτική του ταυτότητα από το καθιερωμένο λογοτεχνικό κλίμα των αρχών του ελληνικού 20ού αιώνα. Η εκτεταμένη πολιτική διαφοροποίηση από οποιοδήποτε καλλιτεχνικό κατεστημένο δεν σημαίνει, βέβαια, από μόνη της το παραμικρό, όμως ο Αλεξίου έχει δίκιο ως προς κάτι άλλο - ως προς το ότι εκείνο το οποίο αξίζει στις μέρες μας να ψάξουμε στον Βάρναλη του «Λαού των Μουνούχων» δεν είναι «τόσο αυτό που πέτυχε όσο αυτό που προσπάθησε». Σε ένα όμορο πλαίσιο, ο επιμελητής εύλογα στρέφεται στην καρναβαλική διάσταση των τριών διηγημάτων, επιστρατεύοντας τη λογοτεχνική θεωρία του Μιχαήλ Μπαχτίν και τονίζοντας όχι μόνο το στοιχείο λαϊκής γιορτής, το οποίο παρεισδύει συνεχώς στον σατιρικό τους λόγο (τον δρόμο προς μια τέτοια κατεύθυνση έχει ανοίξει ο Γιάννης Δάλλας), αλλά και την ανατρεπτική σχέση του Βάρναλη με τη λογοτεχνική παράδοση, που τον οδηγεί στο να στήνει θέατρα και να τα χαλνάει (για να το πω σεφερικά) με τον πιο θεαματικό τρόπο.


Δυστοπία και αλληγορική γραφή


Νομίζω πως ό,τι είναι πιθανόν να διακρίνει μια σύγχρονη ανάγνωση στα κείμενα του «Λαού των Μουνούχων», εκτός από τον σατιρικό-καρναβαλικό τους παράγοντα, είναι όχι κάποια ρεαλιστική βούληση (βρίσκω μάλλον ατυχή τη σύγκριση την οποία επιχειρεί υπό αυτή την έννοια ο Αλεξίου με την αθηναιογραφία του Κονδυλάκη, του Παπαδιαμάντη και του Μητσάκη), αλλά μια ατμόσφαιρα εσχατολογίας και δυστοπίας, αποτυπωμένη σε μια σαφώς αλληγορική γραφή, όπως πολύ ωραία το έδειξε ήδη από το 1923 ο αλεξανδρινός κριτικός Ηλίας Γκανούλης. Τι ακριβώς, όμως, συμβαίνει από μια τέτοια άποψη στα τρία διηγήματα; Στον «Λαό των Μουνούχων», μια απέθαντη (με καθαρώς βαμπιρικές διαθέσεις) κοινότητα πρώτα δέχεται να ευνουχιστεί και ύστερα, όταν τα μέλη της γίνονται θνητά, εξανδραποδίζεται από την ξένη επέμβαση και την αδίστακτη ταξική ανισότητα. Στην «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου», που όντως αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό τον «Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου» του Φλομπέρ, ο Διάβολος αποκτά θηλυκή μορφή, για να διαλύσει αντρικά και γυναικεία μοναστήρια και να σπρώξει τους μοναχούς όχι στην ελευθερία από τα δεσμά τους, αλλά στην εγκόσμια πυρά. Στις «Φυλακές», τέλος, ένα ολόκληρο νησί καίει τους κρατουμένους των φυλακών του όταν μαθαίνει πως το κράτος έχει αποφασίσει την απελευθέρωσή τους.




Ιδού η γηγενής απαισιοδοξία του Βάρναλη σε ολοφάνερη κόντρα, όπως το έχει επισημάνει η κριτική, με το επαναστατικό του όραμα. Η καταφανής, όμως, αυτή κόντρα, η οποία στάθηκε για ένα τουλάχιστον μέρος της παλαιότερης κριτικής λογοτεχνικό εμπόδιο και ιδεολογική αντίφαση, είναι σε θέση να λειτουργήσει κάλλιστα στα δικά μας μάτια ως μια εξαιρετικά εύγλωττη και υποβλητική δυστοπία, μια και κάνει ό,τι κάνει πάντα μια δυστοπία, δίχως να νιώθει ότι αντιφάσκει κατά το παραμικρό με τον εαυτό της: αρνείται τον κόσμο του πραγματικού και αποκαλύπτει σε αναπεπταμένο πεδίο τον εφιαλτικό του χαρακτήρα, χωρίς να ελπίζει ούτε κατ' ελάχιστον στη μεταβολή και στη σωτηρία του.




Τα διηγήματα του «Λαού των Μουνούχων» ανακαλούν σε μιαν ανάλογη προοπτική κάτι από τον Γκόγια: έντονα και συνάμα σκοτεινά και απεγνωσμένα χρώματα, μορφές έτοιμες να σφαγιαστούν και να καταλήξουν στο χάος, θανάσιμα συμπλέγματα, ένας ορίζοντας καταπλακωμένος από πέτρα και μολύβι, μια κίνηση που δοκιμάζοντας να διαγράψει κύκλους φυγής, εγκλωβίζεται σ' ένα τοπίο δήωσης και καταστροφής. Ενας Βάρναλης γεμάτος σαρωτική αλληγορική δύναμη (για την αλληγορία η σάρωση και το γενικό σχήμα δεν είναι ελάττωμα, αλλά συστατική προϋπόθεση), ικανή να αγγίξει και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ανακινώντας ανατριχιαστικά τους δικούς της εφιάλτες.


Από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

enet

Ο τιμημένος με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη (1969) Κώστας Βάρναλης, σε εκδήλωση στη Μόσχα, αναφερόμενος στην κατηγορία ότι ανήκει στη "στρατευμένη Τέχνη", απάντησε με αυτά τα σταράτα λόγια:



«...το δόγμα "η Τέχνη δεν κάνει πολιτική" διαψεύδεται από τα πράγματα. Ο Αριστοφάνης, ο Ντάντες, ο Θερβάντες, ο Ζολά, ο Τολστόι κάνουνε πολιτική. Πολιτική κατά των "κακώς κειμένων". Πολιτική έξω απ' τα δόντια. Ποιος μυθολόγος της εξωπολιτικής Τέχνης θα χει το κουράγιο να υποστηρίξει πως αυτοί οι ήλιοι του πνευματικού στερεώματος δεν είναι μέγιστοι δημιουργοί του λόγου; Να λοιπόν, μια απόδειξη πως η Τέχνη μπορεί να κάνει πολιτική, χωρίς να πάψει να ναι Τέχνη και μάλιστα τρισμεγάλη. Ζήτημα, λοιπόν, υπάρχει μόνο για το ποια πολιτική δίνει ζωή και δύναμη στην Τέχνη και την απλώνει στο χώρο και στο χρόνο και ποια πολιτική τη χαλάει, τη σκοτώνει και τη μεταβάλλει σε καπνό χωρίς φλόγα...».

Βιογραφία
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884 [1], όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.) Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για
βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος.
Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα.
Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους.
Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου.
Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη.
Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά
- Κριτικά (δύο τόμοι).
Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974
.
skiasonar

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου